ἀναθυμιάσεις

ἀναθυμιάσεις
ἀναθυμίασις
rising invapour
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀναθυμίασις
rising invapour
fem nom/acc pl (attic)
ἀναθυμιά̱σεις , ἀναθυμιάω
vaporize
aor subj act 2nd sg (attic epic doric)
ἀναθυμιά̱σεις , ἀναθυμιάω
vaporize
fut ind act 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀναθῡμιά̱σεις , ἀναθυμιάω
vaporize
aor subj act 2nd sg (attic epic doric)
ἀναθῡμιά̱σεις , ἀναθυμιάω
vaporize
fut ind act 2nd sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • Αβέρνας, λίμνη — (Lacus Avernus).Λίμνη (0,55 τ. χλμ.) που σχηματίστηκε στον κρατήρα παλιού ηφαιστείου, στην περιοχή των Βαΐων της Καμπανίας, στην Ιταλία, με μέγιστο βάθος 34 μ. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Άορνο, επειδή οι αναθυμιάσεις θείου της περιοχής… …   Dictionary of Greek

  • χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… …   Dictionary of Greek

  • ήλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο He. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 2, δύο ισότοπα σταθερά (3He και 4He) και ένα ισότοπο ραδιενεργό (6He). Ονομάστηκε έτσι επειδή ανακαλύφθηκε στο ηλιακό …   Dictionary of Greek

  • ODOR Assyrius — apud Catullum, Epigr. 69. v. 144. Fragrantem Assyrio venit odore domum. Et Tibullum l. 1. El. 3. v. 7. Soror Assyrios cineri quae dedit odores. De omni genere aromatum. Sic Assyrium Amomum, apud Virg. Ecl 4. v. 25. et Martialem l. 8. Epigr. 77. v …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… …   Dictionary of Greek

  • Πύθια — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • άντρο — το (Α ἄντρον) σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών νεοελλ. μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών αρχ. εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • άορνος — Ονομασία δύο αρχαίωνπόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας που είχε νεκρομαντείο. Στην περιοχή αναδίδονταν αναθυμιάσεις που καθιστούσαν αδύνατη τη ζωήστα πουλιά (στερητικό α + ορνός). 2. Μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βακτριανής. Την κατέλαβε o Mέγας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”